- προσπιεζώ
- -έω, Αβλ. προσπιέζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπιέζω — και προσπιεζῶ, έω, ΜΑ (ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω αρχ. 1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω 2. πιέζω κάτι ολόγυρα 3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω» … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
προσιπώ — Α προσπιέζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἰπῶ «πιέζω»] … Dictionary of Greek